- πονηροκρατίᾳ
- πονηροκρατίαι , πονηροκρατίαgovernment by thefem nom/voc plπονηροκρατίᾱͅ , πονηροκρατίαgovernment by thefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονηροκρατία — ἡ, Α [πονηροκρατούμαι] η κυριαρχία τών πονηρών, τών φαύλων, εξουσία τών κακών … Dictionary of Greek
πονηροκρατίαν — πονηροκρατίᾱν , πονηροκρατία government by the fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)